- Μάρα
- Μάρᾱ , Μάρηςmasc acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάρα — μάρᾱ , μάρη hand fem nom/voc/acc dual μάρᾱ , μάρη hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek
μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… … Dictionary of Greek
μάρα — η μόνο στις φρ.: «η σάρα και η μάρα», συρφετός, όχλος· «άρες μάρες κουκουνάρες», για ασυναρτησίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρᾳ — μάραι , μάρη hand fem nom/voc pl μάρᾱͅ , μάρη hand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαρά, Ζαν Πολ — (Jean Paul Marat, Μπουντρί, Ελβετία 1743 – Παρίσι 1793). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αγγλία και μετά την επιστροφή στη πατρίδα του προσπάθησε να αναδειχθεί ως συγγραφέας, δίχως επιτυχία. Εργάστηκε ως γιατρός της σωματοφυλακής του κόμη … Dictionary of Greek
σαστι(σ)μάρα — η, Ν το σάστισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαστίζω + κατάλ. μάρα (πρβλ. χαζο μάρα)] … Dictionary of Greek
μαράνῃ — μαρά̱νῃ , μαραίνω quench aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) μαρά̱νῃ , μαραίνω quench aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρας — μάρᾱς , μάρη hand fem acc pl μάρᾱς , μάρη hand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαράναι — μαρά̱ναῑ , μαραίνω quench aor opt act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)